- λογοποιώ
- λογοποιῶ, -έω (Α) [λογοποιός]1. γράφω, συγγράφω, συνθέτω2. (ιδίως) συγγράφω έργα ή ρητορικούς λόγους3. επινοώ μυθεύματα, διαδίδω ψευδείς φήμες («ἐλογοποίουν οἱ ἐχθροὶ περὶ ἐμοῡ», Ανδοκ.)4. μέσ. λογοποιούμαιαποδίδω λογαριασμό5. μέσ. κάνω προτάσεις, παρέχω υποσχέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.