λογοποιώ

λογοποιώ
λογοποιῶ, -έω (Α) [λογοποιός]
1. γράφω, συγγράφω, συνθέτω
2. (ιδίως) συγγράφω έργα ή ρητορικούς λόγους
3. επινοώ μυθεύματα, διαδίδω ψευδείς φήμες («ἐλογοποίουν οἱ ἐχθροὶ περὶ ἐμοῡ», Ανδοκ.)
4. μέσ. λογοποιούμαι
αποδίδω λογαριασμό
5. μέσ. κάνω προτάσεις, παρέχω υποσχέσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λογοποιῷ — λογοποιός prose writer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοποιῶι — λογοποιῷ , λογοποιός prose writer masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • λογοποίημα — λογοποίημα, τὸ (AM) [λογοποιώ] ψευδής ιστορία, παραμύθι, φλυαρία, κενός λόγος …   Dictionary of Greek

  • λογοποιία — λογοποιΐα, ἡ (ΑM) [λογοποιώ] 1. η διήγηση πλαστών ειδήσεων, η επινόηση ψευδών λόγων ή πράξεων 2. μύθος μσν. φλυαρία, πολυλογία αρχ. 1. δέηση, παράκληση, προσευχή 2. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία …   Dictionary of Greek

  • προσλογοποιώ — έω, Α [λογοποιῶ] διηγούμαι επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στην αφήγησή μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”